ατακτοποίητος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αταχτοποίητος (atachtopoíitos) (with colloquial -χτ-)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ατακτοποίητος • (ataktopoíitos) m (feminine ατακτοποίητη, neuter ατακτοποίητο)
- untidy, disorganised (UK), disorganized (US)
- Antonym: τακτοποιημένος (taktopoiiménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ατακτοποίητος (ataktopoíitos) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητοι (ataktopoíitoi) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) | |
genitive | ατακτοποίητου (ataktopoíitou) | ατακτοποίητης (ataktopoíitis) | ατακτοποίητου (ataktopoíitou) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | ατακτοποίητων (ataktopoíiton) | |
accusative | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητους (ataktopoíitous) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) | |
vocative | ατακτοποίητε (ataktopoíite) | ατακτοποίητη (ataktopoíiti) | ατακτοποίητο (ataktopoíito) | ατακτοποίητοι (ataktopoíitoi) | ατακτοποίητες (ataktopoíites) | ατακτοποίητα (ataktopoíita) |
Related terms
[edit]- see: τακτοποιώ (taktopoió, “to organise”)
Further reading
[edit]- ατακτοποίητος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ατακτοποίητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language