ασφαλιστικό ταμείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασφαλιστικό ταμείο • (asfalistikó tameío) n (plural ασφαλιστικά ταμεία)
- A public sector organization providing for health insurance and pensions.
Declension
[edit]See ασφαλιστικός (adjective) and ταμείο (noun).