αστράτευτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αστράτευτος • (astráteftos) m (feminine αστράτευτη, neuter αστράτευτο)
Declension
[edit]Declension of αστράτευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστράτευτος • | αστράτευτη • | αστράτευτο • | αστράτευτοι • | αστράτευτες • | αστράτευτα • |
genitive | αστράτευτου • | αστράτευτης • | αστράτευτου • | αστράτευτων • | αστράτευτων • | αστράτευτων • |
accusative | αστράτευτο • | αστράτευτη • | αστράτευτο • | αστράτευτους • | αστράτευτες • | αστράτευτα • |
vocative | αστράτευτε • | αστράτευτη • | αστράτευτο • | αστράτευτοι • | αστράτευτες • | αστράτευτα • |
Related terms
[edit]- see: στρατός m (stratós, “army”)
Further reading
[edit]- “αστράτευτος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998