Jump to content

αστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αστικός (astikósm (feminine αστική, neuter αστικό)

  1. urban, civic, bourgeoise
    αστικό δίκαιοastikó díkaiocivil law

Declension

[edit]
Declension of αστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστικός (astikós) αστική (astikí) αστικό (astikó) αστικοί (astikoí) αστικές (astikés) αστικά (astiká)
genitive αστικού (astikoú) αστικής (astikís) αστικού (astikoú) αστικών (astikón) αστικών (astikón) αστικών (astikón)
accusative αστικό (astikó) αστική (astikí) αστικό (astikó) αστικούς (astikoús) αστικές (astikés) αστικά (astiká)
vocative αστικέ (astiké) αστική (astikí) αστικό (astikó) αστικοί (astikoí) αστικές (astikés) αστικά (astiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστικός, etc.)

[edit]