αστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αστικός • (astikós) m (feminine αστική, neuter αστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αστικός (astikós) | αστική (astikí) | αστικό (astikó) | αστικοί (astikoí) | αστικές (astikés) | αστικά (astiká) | |
genitive | αστικού (astikoú) | αστικής (astikís) | αστικού (astikoú) | αστικών (astikón) | αστικών (astikón) | αστικών (astikón) | |
accusative | αστικό (astikó) | αστική (astikí) | αστικό (astikó) | αστικούς (astikoús) | αστικές (astikés) | αστικά (astiká) | |
vocative | αστικέ (astiké) | αστική (astikí) | αστικό (astikó) | αστικοί (astikoí) | αστικές (astikés) | αστικά (astiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστικός, etc.)
Related terms
[edit]- αστική τάξη f (astikí táxi, “middle class”)
- αστικοποίηση f (astikopoíisi, “urbanisation, bourgeoisification”)
- αστικοποιώ (astikopoió, “to urbanise, to bourgeoisify”)