αστικοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αστικοποίηση • (astikopoíisi) f (usually uncountable, plural αστικοποιήσεις)
- (geography) urbanisation, urbanization, bourgeoisification (cultural or physical)
Declension
[edit]Declension of αστικοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αστικοποίηση • | αστικοποιήσεις • | |
genitive | αστικοποίησης • | αστικοποιήσεων • | |
accusative | αστικοποίηση • | αστικοποιήσεις • | |
vocative | αστικοποίηση • | αστικοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αστικοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- see: αστικός (astikós, “bourgeoise, urban”, adjective)