Jump to content

ασκοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ασκός (askós, sac) + είδος (eídos, kind, shape)

Adjective

[edit]

ασκοειδής (askoeidísm (feminine ασκοειδής, neuter ασκοειδλες)

  1. sac shaped, goatskin shaped

Declension

[edit]
Declension of ασκοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασκοειδής (askoeidís) ασκοειδής (askoeidís) ασκοειδές (askoeidés) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδή (askoeidí)
genitive ασκοειδούς (askoeidoús)
ασκοειδή (askoeidí)
ασκοειδούς (askoeidoús) ασκοειδούς (askoeidoús) ασκοειδών (askoeidón) ασκοειδών (askoeidón) ασκοειδών (askoeidón)
accusative ασκοειδή (askoeidí) ασκοειδή (askoeidí) ασκοειδές (askoeidés) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδή (askoeidí)
vocative ασκοειδή (askoeidí)
ασκοειδής (askoeidís)
ασκοειδής (askoeidís) ασκοειδές (askoeidés) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδείς (askoeideís) ασκοειδή (askoeidí)
[edit]

Further reading

[edit]