Jump to content

ασηπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασηπτικός (asiptikósm (feminine ασηπτική, neuter ασηπτικό)

  1. (medicine) aseptic, sterile
    Synonym: άσηπτος (ásiptos)
    Antonym: σηπτικός (siptikós)

Declension

[edit]
Declension of ασηπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασηπτικός (asiptikós) ασηπτική (asiptikí) ασηπτικό (asiptikó) ασηπτικοί (asiptikoí) ασηπτικές (asiptikés) ασηπτικά (asiptiká)
genitive ασηπτικού (asiptikoú) ασηπτικής (asiptikís) ασηπτικού (asiptikoú) ασηπτικών (asiptikón) ασηπτικών (asiptikón) ασηπτικών (asiptikón)
accusative ασηπτικό (asiptikó) ασηπτική (asiptikí) ασηπτικό (asiptikó) ασηπτικούς (asiptikoús) ασηπτικές (asiptikés) ασηπτικά (asiptiká)
vocative ασηπτικέ (asiptiké) ασηπτική (asiptikí) ασηπτικό (asiptikó) ασηπτικοί (asiptikoí) ασηπτικές (asiptikés) ασηπτικά (asiptiká)
[edit]

Further reading

[edit]