Jump to content

ασημής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασημής (asimísm (feminine ασημής)

  1. silver coloured (UK), colored (US)
    Synonym: ασημένιος (asiménios)

Declension

[edit]
Declension of ασημής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασημής (asimís) ασημιά (asimiá) ασημί (asimí) ασημιοί (asimioí) ασημιές (asimiés) ασημιά (asimiá)
genitive ασημή (asimí)
ασημιού (asimioú)
ασημιάς (asimiás) ασημιού (asimioú) ασημιών (asimión) ασημιών (asimión) ασημιών (asimión)
accusative ασημή (asimí) ασημιά (asimiá) ασημί (asimí) ασημιούς (asimioús) ασημιές (asimiés) ασημιά (asimiá)
vocative ασημή (asimí) ασημιά (asimiá) ασημί (asimí) ασημιοί (asimioí) ασημιές (asimiés) ασημιά (asimiá)
[edit]

Further reading

[edit]