Jump to content

ασημένιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ασήμ(ι) (asím(i)) +‎ -ένιος (-énios).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.siˈme.ɲos/
  • Hyphenation: α‧ση‧μέ‧νιος

Adjective

[edit]

ασημένιος (asiméniosm (feminine ασημένια, neuter ασημένιο)

  1. silver
    1. silver coloured (UK), colored (US)
      Synonym: ασημής (asimís)
    2. made of silver
      Synonym: αργυρός (argyrós)

Declension

[edit]
Declension of ασημένιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασημένιος (asiménios) ασημένια (asiménia) ασημένιο (asiménio) ασημένιοι (asiménioi) ασημένιες (asiménies) ασημένια (asiménia)
genitive ασημένιου (asiméniou) ασημένιας (asiménias) ασημένιου (asiméniou) ασημένιων (asiménion) ασημένιων (asiménion) ασημένιων (asiménion)
accusative ασημένιο (asiménio) ασημένια (asiménia) ασημένιο (asiménio) ασημένιους (asiménious) ασημένιες (asiménies) ασημένια (asiménia)
vocative ασημένιε (asiménie) ασημένια (asiménia) ασημένιο (asiménio) ασημένιοι (asiménioi) ασημένιες (asiménies) ασημένια (asiménia)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ασημένιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language