Jump to content

ασαράντιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασαράντιστος (asarántistosm (feminine ασαράντιστη, neuter ασαράντιστο)

  1. (religion) less than forty days (from birth or death)

Declension

[edit]
Declension of ασαράντιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασαράντιστος (asarántistos) ασαράντιστη (asarántisti) ασαράντιστο (asarántisto) ασαράντιστοι (asarántistoi) ασαράντιστες (asarántistes) ασαράντιστα (asarántista)
genitive ασαράντιστου (asarántistou) ασαράντιστης (asarántistis) ασαράντιστου (asarántistou) ασαράντιστων (asarántiston) ασαράντιστων (asarántiston) ασαράντιστων (asarántiston)
accusative ασαράντιστο (asarántisto) ασαράντιστη (asarántisti) ασαράντιστο (asarántisto) ασαράντιστους (asarántistous) ασαράντιστες (asarántistes) ασαράντιστα (asarántista)
vocative ασαράντιστε (asarántiste) ασαράντιστη (asarántisti) ασαράντιστο (asarántisto) ασαράντιστοι (asarántistoi) ασαράντιστες (asarántistes) ασαράντιστα (asarántista)
[edit]

Further reading

[edit]