ασαράντιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ασαράντιστος • (asarántistos) m (feminine ασαράντιστη, neuter ασαράντιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ασαράντιστος (asarántistos) | ασαράντιστη (asarántisti) | ασαράντιστο (asarántisto) | ασαράντιστοι (asarántistoi) | ασαράντιστες (asarántistes) | ασαράντιστα (asarántista) | |
genitive | ασαράντιστου (asarántistou) | ασαράντιστης (asarántistis) | ασαράντιστου (asarántistou) | ασαράντιστων (asarántiston) | ασαράντιστων (asarántiston) | ασαράντιστων (asarántiston) | |
accusative | ασαράντιστο (asarántisto) | ασαράντιστη (asarántisti) | ασαράντιστο (asarántisto) | ασαράντιστους (asarántistous) | ασαράντιστες (asarántistes) | ασαράντιστα (asarántista) | |
vocative | ασαράντιστε (asarántiste) | ασαράντιστη (asarántisti) | ασαράντιστο (asarántisto) | ασαράντιστοι (asarántistoi) | ασαράντιστες (asarántistes) | ασαράντιστα (asarántista) |
Related terms
[edit]- see: σαράντα n pl (saránta, “forty”)
Further reading
[edit]- ασαράντιστος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language