Jump to content

αρώτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αρώτητος (arótitosm (feminine αρώτητη, neuter αρώτητο)

  1. unasked

Declension

[edit]
Declension of αρώτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρώτητος (arótitos) αρώτητη (arótiti) αρώτητο (arótito) αρώτητοι (arótitoi) αρώτητες (arótites) αρώτητα (arótita)
genitive αρώτητου (arótitou) αρώτητης (arótitis) αρώτητου (arótitou) αρώτητων (arótiton) αρώτητων (arótiton) αρώτητων (arótiton)
accusative αρώτητο (arótito) αρώτητη (arótiti) αρώτητο (arótito) αρώτητους (arótitous) αρώτητες (arótites) αρώτητα (arótita)
vocative αρώτητε (arótite) αρώτητη (arótiti) αρώτητο (arótito) αρώτητοι (arótitoi) αρώτητες (arótites) αρώτητα (arótita)
[edit]