Jump to content

ανερώτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

ανερώτητος (anerótitosm (feminine ανερώτητη, neuter ανερώτητο)

  1. unsolicited, without asking, without being asked
  2. unquestioned

Declension

[edit]
Declension of ανερώτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανερώτητος (anerótitos) ανερώτητη (anerótiti) ανερώτητο (anerótito) ανερώτητοι (anerótitoi) ανερώτητες (anerótites) ανερώτητα (anerótita)
genitive ανερώτητου (anerótitou) ανερώτητης (anerótitis) ανερώτητου (anerótitou) ανερώτητων (anerótiton) ανερώτητων (anerótiton) ανερώτητων (anerótiton)
accusative ανερώτητο (anerótito) ανερώτητη (anerótiti) ανερώτητο (anerótito) ανερώτητους (anerótitous) ανερώτητες (anerótites) ανερώτητα (anerótita)
vocative ανερώτητε (anerótite) ανερώτητη (anerótiti) ανερώτητο (anerótito) ανερώτητοι (anerótitoi) ανερώτητες (anerótites) ανερώτητα (anerótita)
[edit]