αρχονταρίκι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχονταρίκι • (archontaríki) n (plural αρχονταρίκια)
Declension
[edit]Declension of αρχονταρίκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχονταρίκι • | αρχονταρίκια • |
genitive | αρχονταρικιού • | αρχονταρικιών • |
accusative | αρχονταρίκι • | αρχονταρίκια • |
vocative | αρχονταρίκι • | αρχονταρίκια • |
Coordinate terms
[edit]- see: μονή f (moní, “monastery”)
Related terms
[edit]- αρχοντάρης m (archontáris, “monastic guest master”)
Further reading
[edit]- αρχονταρίκι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language