Jump to content

αρχολιπαρία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχολιπαρία (archoliparíaf (countable and uncountable, plural αρχολιπαρίες)

  1. sucking up, flattery (for personal gain)

Declension

[edit]
Declension of αρχολιπαρία
singular plural
nominative αρχολιπαρία (archoliparía) αρχολιπαρίες (archoliparíes)
genitive αρχολιπαρίας (archoliparías) αρχολιπαριών (archoliparión)
accusative αρχολιπαρία (archoliparía) αρχολιπαρίες (archoliparíes)
vocative αρχολιπαρία (archoliparía) αρχολιπαρίες (archoliparíes)
[edit]