Jump to content

αρχολίπαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχολίπαρος (archolíparosm (feminine αρχολίπαρη, neuter αρχολίπαρο)

  1. seeking high office, flattery of such people
  2. (nominalised) such a person

Declension

[edit]
Declension of αρχολίπαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχολίπαρος (archolíparos) αρχολίπαρη (archolípari) αρχολίπαρο (archolíparo) αρχολίπαροι (archolíparoi) αρχολίπαρες (archolípares) αρχολίπαρα (archolípara)
genitive αρχολίπαρου (archolíparou) αρχολίπαρης (archolíparis) αρχολίπαρου (archolíparou) αρχολίπαρων (archolíparon) αρχολίπαρων (archolíparon) αρχολίπαρων (archolíparon)
accusative αρχολίπαρο (archolíparo) αρχολίπαρη (archolípari) αρχολίπαρο (archolíparo) αρχολίπαρους (archolíparous) αρχολίπαρες (archolípares) αρχολίπαρα (archolípara)
vocative αρχολίπαρε (archolípare) αρχολίπαρη (archolípari) αρχολίπαρο (archolíparo) αρχολίπαροι (archolíparoi) αρχολίπαρες (archolípares) αρχολίπαρα (archolípara)

Further reading

[edit]