Jump to content

αρχισυντάκτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αρχισυντάκτρια (archisyntáktriaf (masculine αρχισυντάκτης, feminine αρχισυντάκτριες)

  1. editor-in-chief

Declension

[edit]
Declension of αρχισυντάκτρια
singular plural
nominative αρχισυντάκτρια (archisyntáktria) αρχισυντάκτριες (archisyntáktries)
genitive αρχισυντάκτριας (archisyntáktrias) αρχισυντακτριών (archisyntaktrión)
accusative αρχισυντάκτρια (archisyntáktria) αρχισυντάκτριες (archisyntáktries)
vocative αρχισυντάκτρια (archisyntáktria) αρχισυντάκτριες (archisyntáktries)