Jump to content

αρχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀρχικός (arkhikós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αρχικός (archikósm (feminine αρχική, neuter αρχικό)

  1. initial, original
    Synonym: πρώτος (prótos)
    Antonym: τελικός (telikós)
    αρχικό κεφάλαιοarchikó kefálaioprincipal, initial investment
    αρχική σελίδαarchikí selídahome page

Declension

[edit]
Declension of αρχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχικός (archikós) αρχική (archikí) αρχικό (archikó) αρχικοί (archikoí) αρχικές (archikés) αρχικά (archiká)
genitive αρχικού (archikoú) αρχικής (archikís) αρχικού (archikoú) αρχικών (archikón) αρχικών (archikón) αρχικών (archikón)
accusative αρχικό (archikó) αρχική (archikí) αρχικό (archikó) αρχικούς (archikoús) αρχικές (archikés) αρχικά (archiká)
vocative αρχικέ (archiké) αρχική (archikí) αρχικό (archikó) αρχικοί (archikoí) αρχικές (archikés) αρχικά (archiká)

Derived terms

[edit]
[edit]