Jump to content

αρχικοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αρχικ(ός) (archik(ós)) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποίηση (-poíisi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ar.çi.koˈpi.i.si/
  • Hyphenation: αρ‧χι‧κο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

αρχικοποίηση (archikopoíisif (plural αρχικοποιήσεις)

  1. initialization
    Near-synonym: εκκίνηση f (ekkínisi)

Declension

[edit]
Declension of αρχικοποίηση
singular plural
nominative αρχικοποίηση (archikopoíisi) αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis)
genitive αρχικοποίησης (archikopoíisis) αρχικοποιήσεων (archikopoiíseon)
accusative αρχικοποίηση (archikopoíisi) αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis)
vocative αρχικοποίηση (archikopoíisi) αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αρχικοποιήσεως (archikopoiíseos)

[edit]