Jump to content

αρχαιοπώλισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαιοπώλισσα (archaiopólissaf (plural αρχαιοπώλισσες, masculine αρχαιοπώλης)

  1. antique dealer
  2. antiquarian

Declension

[edit]
Declension of αρχαιοπώλισσα
singular plural
nominative αρχαιοπώλισσα (archaiopólissa) αρχαιοπώλισσες (archaiopólisses)
genitive αρχαιοπώλισσας (archaiopólissas) αρχαιοπωλισσών (archaiopolissón)
accusative αρχαιοπώλισσα (archaiopólissa) αρχαιοπώλισσες (archaiopólisses)
vocative αρχαιοπώλισσα (archaiopólissa) αρχαιοπώλισσες (archaiopólisses)
[edit]

Further reading

[edit]