αρχαιοπωλείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχαιοπωλείο • (archaiopoleío) n (plural αρχαιοπωλεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) | αρχαιοπωλεία (archaiopoleía) |
genitive | αρχαιοπωλείου (archaiopoleíou) | αρχαιοπωλείων (archaiopoleíon) |
accusative | αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) | αρχαιοπωλεία (archaiopoleía) |
vocative | αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) | αρχαιοπωλεία (archaiopoleía) |
Related terms
[edit]- αρχαιοπώλης m (archaiopólis, “antique dealer”)
- and see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading
[edit]- αρχαιοπωλείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language