Jump to content

αρχαιοπωλείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαιοπωλείο (archaiopoleíon (plural αρχαιοπωλεία)

  1. antique shop

Declension

[edit]
Declension of αρχαιοπωλείο
singular plural
nominative αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) αρχαιοπωλεία (archaiopoleía)
genitive αρχαιοπωλείου (archaiopoleíou) αρχαιοπωλείων (archaiopoleíon)
accusative αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) αρχαιοπωλεία (archaiopoleía)
vocative αρχαιοπωλείο (archaiopoleío) αρχαιοπωλεία (archaiopoleía)
[edit]

Further reading

[edit]