Jump to content

αρφανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρφανός (arfanósm (feminine αρφανή, neuter αρφανό)

  1. (uncommon) Alternative form of ορφανός (orfanós)

Declension

[edit]
Declension of αρφανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρφανός (arfanós) αρφανή (arfaní) αρφανό (arfanó) αρφανοί (arfanoí) αρφανές (arfanés) αρφανά (arfaná)
genitive αρφανού (arfanoú) αρφανής (arfanís) αρφανού (arfanoú) αρφανών (arfanón) αρφανών (arfanón) αρφανών (arfanón)
accusative αρφανό (arfanó) αρφανή (arfaní) αρφανό (arfanó) αρφανούς (arfanoús) αρφανές (arfanés) αρφανά (arfaná)
vocative αρφανέ (arfané) αρφανή (arfaní) αρφανό (arfanó) αρφανοί (arfanoí) αρφανές (arfanés) αρφανά (arfaná)