αρτιότητα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

αρτιότητα (artiótitaf (plural αρτιότητες)

  1. completeness, wholeness

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρτιότητα (artiótita) αρτιότητες (artiótites)
genitive αρτιότητας (artiótitas) αρτιοτήτων (artiotíton)
accusative αρτιότητα (artiótita) αρτιότητες (artiótites)
vocative αρτιότητα (artiótita) αρτιότητες (artiótites)
[edit]

Further reading

[edit]