αρτεσιανό φρέαρ
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτεσιανό φρέαρ • (artesianó fréar) n (plural αρτεσιανά φρέατα)
Declension
[edit]- see: αρτεσιανός (artesianós) and φρέαρ (fréar)
Further reading
[edit]- Αρτεσιανό νερό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el