αρτεσιανός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρτεσιανός (artesianósm (feminine αρτεσιανή, neuter αρτεσιανό)

  1. artesian
  2. (nominalised) artesian spring/well

Declension

[edit]
Declension of αρτεσιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτεσιανός (artesianós) αρτεσιανή (artesianí) αρτεσιανό (artesianó) αρτεσιανοί (artesianoí) αρτεσιανές (artesianés) αρτεσιανά (artesianá)
genitive αρτεσιανού (artesianoú) αρτεσιανής (artesianís) αρτεσιανού (artesianoú) αρτεσιανών (artesianón) αρτεσιανών (artesianón) αρτεσιανών (artesianón)
accusative αρτεσιανό (artesianó) αρτεσιανή (artesianí) αρτεσιανό (artesianó) αρτεσιανούς (artesianoús) αρτεσιανές (artesianés) αρτεσιανά (artesianá)
vocative αρτεσιανέ (artesiané) αρτεσιανή (artesianí) αρτεσιανό (artesianó) αρτεσιανοί (artesianoí) αρτεσιανές (artesianés) αρτεσιανά (artesianá)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]