αρτεσιανός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρτεσιανός • (artesianós) m (feminine αρτεσιανή, neuter αρτεσιανό)
- artesian
- (nominalised) artesian spring/well
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτεσιανός (artesianós) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανοί (artesianoí) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) | |
genitive | αρτεσιανού (artesianoú) | αρτεσιανής (artesianís) | αρτεσιανού (artesianoú) | αρτεσιανών (artesianón) | αρτεσιανών (artesianón) | αρτεσιανών (artesianón) | |
accusative | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανούς (artesianoús) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) | |
vocative | αρτεσιανέ (artesiané) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανοί (artesianoí) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) |
Derived terms
[edit]- αρτεσιανό φρέαρ n (artesianó fréar, “artesian well”)
Further reading
[edit]- Αρτεσιανό νερό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρτεσιανός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language