Jump to content

αρτεργάτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾ.teɾˈɣa.tɾi.a/
  • Hyphenation: αρ‧τερ‧γά‧τρι‧α

Noun

[edit]

αρτεργάτρια (artergátriaf (plural αρτεργάτριες, masculine αρτεργάτης)

  1. bakery worker, baker

Declension

[edit]
Declension of αρτεργάτρια
singular plural
nominative αρτεργάτρια (artergátria) αρτεργάτριες (artergátries)
genitive αρτεργάτριας (artergátrias) αρτεργατριών (artergatrión)
accusative αρτεργάτρια (artergátria) αρτεργάτριες (artergátries)
vocative αρτεργάτρια (artergátria) αρτεργάτριες (artergátries)
[edit]

Further reading

[edit]