αρτεργάτρια
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αρτεργάτρια • (artergátria) f (plural αρτεργάτριες, masculine αρτεργάτης)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτεργάτρια (artergátria) | αρτεργάτριες (artergátries) |
genitive | αρτεργάτριας (artergátrias) | αρτεργατριών (artergatrión) |
accusative | αρτεργάτρια (artergátria) | αρτεργάτριες (artergátries) |
vocative | αρτεργάτρια (artergátria) | αρτεργάτριες (artergátries) |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αρτεργάτρια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language