Jump to content

αρτεργάτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρτεργάτης (artergátism (plural αρτεργάτες, feminine αρτεργάτρια)

  1. bakery worker, baker

Declension

[edit]
Declension of αρτεργάτης
singular plural
nominative αρτεργάτης (artergátis) αρτεργάτες (artergátes)
genitive αρτεργάτη (artergáti) αρτεργατών (artergatón)
accusative αρτεργάτη (artergáti) αρτεργάτες (artergátes)
vocative αρτεργάτη (artergáti) αρτεργάτες (artergátes)
[edit]

Further reading

[edit]