Jump to content

αρρύθμιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρρύθμιστος (arrýthmistosm (feminine αρρύθμιστη, neuter αρρύθμιστο)

  1. unregulated, irregular, not arranged
  2. (music) untuned

Declension

[edit]
Declension of αρρύθμιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρύθμιστος (arrýthmistos) αρρύθμιστη (arrýthmisti) αρρύθμιστο (arrýthmisto) αρρύθμιστοι (arrýthmistoi) αρρύθμιστες (arrýthmistes) αρρύθμιστα (arrýthmista)
genitive αρρύθμιστου (arrýthmistou) αρρύθμιστης (arrýthmistis) αρρύθμιστου (arrýthmistou) αρρύθμιστων (arrýthmiston) αρρύθμιστων (arrýthmiston) αρρύθμιστων (arrýthmiston)
accusative αρρύθμιστο (arrýthmisto) αρρύθμιστη (arrýthmisti) αρρύθμιστο (arrýthmisto) αρρύθμιστους (arrýthmistous) αρρύθμιστες (arrýthmistes) αρρύθμιστα (arrýthmista)
vocative αρρύθμιστε (arrýthmiste) αρρύθμιστη (arrýthmisti) αρρύθμιστο (arrýthmisto) αρρύθμιστοι (arrýthmistoi) αρρύθμιστες (arrýthmistes) αρρύθμιστα (arrýthmista)
[edit]

Further reading

[edit]