Jump to content

αρραβωνιαστικιά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Feminine form of αρραβωνιαστικός (arravoniastikós).

Noun

[edit]

αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiáf (plural αρραβωνιαστικιές, masculine αρραβωνιαστικός)

  1. fiancée
    Synonym: αρραβωνιάρα (arravoniára)

Declension

[edit]
Declension of αρραβωνιαστικιά
singular plural
nominative αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés)
genitive αρραβωνιαστικιάς (arravoniastikiás) αρραβωνιαστικιών (arravoniastikión)
accusative αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés)
vocative αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés)
[edit]