αρπακτικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἅρπα (hárpa, “bird of prey”): αρπακτικός (arpaktikós, “ravenous, predatory”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1881.
Noun
[edit]αρπακτικότητα • (arpaktikótita) f (uncountable)
Declension
[edit] αρπακτικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αρπακτικότητα • |
genitive | αρπακτικότητας • |
accusative | αρπακτικότητα • |
vocative | αρπακτικότητα • |
Related terms
[edit]- see: αρπακτικό n (arpaktikó, “bird of prey”)