Jump to content

αρνησιθρησκία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

αρνησι- (arnisi-) +‎ θρησκεία (thriskeía)

Noun

[edit]

αρνησιθρησκία (arnisithriskíaf (plural αρνησιθρησκίες)

  1. apostasy
    Synonym: αποστασία (apostasía)

Declension

[edit]
Declension of αρνησιθρησκία
singular plural
nominative αρνησιθρησκία (arnisithriskía) αρνησιθρησκίες (arnisithriskíes)
genitive αρνησιθρησκίας (arnisithriskías) αρνησιθρησκιών (arnisithriskión)
accusative αρνησιθρησκία (arnisithriskía) αρνησιθρησκίες (arnisithriskíes)
vocative αρνησιθρησκία (arnisithriskía) αρνησιθρησκίες (arnisithriskíes)
[edit]