Jump to content

αργυρώνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀργυρώνητος (argurṓnētos), from ἄργυρος m (árguros, money, silver) + ὠνέομαι (ōnéomai, to buy)

Adjective

[edit]

αργυρώνητος (argyrónitosm (feminine αργυρόηχη, neuter αργυρόηχο)

  1. corrupted, bribed, venal
    αργυρώνητος δικαστήςargyrónitos dikastísa corruptable judge

Declension

[edit]
Declension of αργυρώνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργυρόηχος (argyróichos) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχοι (argyróichoi) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
genitive αργυρόηχου (argyróichou) αργυρόηχης (argyróichis) αργυρόηχου (argyróichou) αργυρόηχων (argyróichon) αργυρόηχων (argyróichon) αργυρόηχων (argyróichon)
accusative αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχους (argyróichous) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
vocative αργυρόηχε (argyróiche) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχοι (argyróichoi) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
[edit]

Further reading

[edit]