αργυρόηχος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργυρόηχος (argyróichosm (feminine αργυρόηχη, neuter αργυρόηχο)

  1. silvery

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργυρόηχος (argyróichos) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχοι (argyróichoi) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
genitive αργυρόηχου (argyróichou) αργυρόηχης (argyróichis) αργυρόηχου (argyróichou) αργυρόηχων (argyróichon) αργυρόηχων (argyróichon) αργυρόηχων (argyróichon)
accusative αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχους (argyróichous) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
vocative αργυρόηχε (argyróiche) αργυρόηχη (argyróichi) αργυρόηχο (argyróicho) αργυρόηχοι (argyróichoi) αργυρόηχες (argyróiches) αργυρόηχα (argyróicha)
[edit]