αργιλωρυχείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αργιλωρυχείο • (argilorycheío) n (plural αργιλωρυχεία)
- Alternative form of αργιλορυχείο (argilorycheío)
Declension
[edit]Declension of αργιλωρυχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αργιλωρυχείο • | αργιλωρυχεία • |
genitive | αργιλωρυχείου • | αργιλωρυχείων • |
accusative | αργιλωρυχείο • | αργιλωρυχεία • |
vocative | αργιλωρυχείο • | αργιλωρυχεία • |