Jump to content

αργιλορυχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αργιλορυχείο (argilorycheíon (plural αργιλορυχεία)

  1. clay pit

Declension

[edit]
Declension of αργιλορυχείο
singular plural
nominative αργιλορυχείο (argilorycheío) αργιλορυχεία (argilorycheía)
genitive αργιλορυχείου (argilorycheíou) αργιλορυχείων (argilorycheíon)
accusative αργιλορυχείο (argilorycheío) αργιλορυχεία (argilorycheía)
vocative αργιλορυχείο (argilorycheío) αργιλορυχεία (argilorycheía)
[edit]

Further reading

[edit]