Jump to content

αραχνούλα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αράχνη (aráchni) +‎ -ούλα (-oúla).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾaˈxnula/
  • Hyphenation: α‧ρα‧χνού‧λα

Noun

[edit]

αραχνούλα (arachnoúlaf (plural αραχνούλες)

  1. diminutive of αράχνη (aráchni, spider)
    Synonyms: αραχνάκι (arachnáki), αραχνίτσα (arachnítsa)

Declension

[edit]
Declension of αραχνούλα
singular plural
nominative αραχνούλα (arachnoúla) αραχνούλες (arachnoúles)
genitive αραχνούλας (arachnoúlas) -
accusative αραχνούλα (arachnoúla) αραχνούλες (arachnoúles)
vocative αραχνούλα (arachnoúla) αραχνούλες (arachnoúles)
[edit]