αραχνούλα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αράχνη (aráchni) + -ούλα (-oúla).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αραχνούλα • (arachnoúla) f (plural αραχνούλες)
- diminutive of αράχνη (aráchni, “spider”)
Declension
[edit]Declension of αραχνούλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αραχνούλα • | αραχνούλες • |
genitive | αραχνούλας • | — |
accusative | αραχνούλα • | αραχνούλες • |
vocative | αραχνούλα • | αραχνούλες • |
Related terms
[edit]- see: αράχνη f (aráchni, “spider, cobweb”)