αρέσκεια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρέσκεια • (aréskeia) f (uncountable)
- liking, satisfaction
- Antonym: απαρέσκεια (aparéskeia)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρέσκεια (aréskeia) | αρέσκειες (aréskeies) |
genitive | αρεσκείας (areskeías) αρέσκειας (aréskeias) |
αρεσκειών (areskeión) |
accusative | αρέσκεια (aréskeia) | αρέσκειες (aréskeies) |
vocative | αρέσκεια (aréskeia) | αρέσκειες (aréskeies) |
Related terms
[edit]- see: αρέσω (aréso, “I am liked”)
Further reading
[edit]- αρέσκεια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language