Jump to content

αρέσκεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρέσκεια (aréskeiaf (uncountable)

  1. liking, satisfaction
    Antonym: απαρέσκεια (aparéskeia)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρέσκεια (aréskeia) αρέσκειες (aréskeies)
genitive αρεσκείας (areskeías)
αρέσκειας (aréskeias)
αρεσκειών (areskeión)
accusative αρέσκεια (aréskeia) αρέσκειες (aréskeies)
vocative αρέσκεια (aréskeia) αρέσκειες (aréskeies)
[edit]

Further reading

[edit]