Jump to content

απώλεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀπώλεια (apṓleia).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈpo.li.a/
  • Hyphenation: α‧πώ‧λει‧α

Noun

[edit]

απώλεια (apóleiaf (plural απώλειες)

  1. loss (of an object)
    Όσο πιο σημαντική είναι η απώλεια, τόσο πιο έντονο είναι το πένθος.
    Óso pio simantikí eínai i apóleia, tóso pio éntono eínai to pénthos.
    The more significant the loss, the more intense the mourning.

Declension

[edit]
Declension of απώλεια
singular plural
nominative απώλεια (apóleia) απώλειες (apóleies)
genitive απώλειας (apóleias) απωλειών (apoleión)
accusative απώλεια (apóleia) απώλειες (apóleies)
vocative απώλεια (apóleia) απώλειες (apóleies)

Synonyms

[edit]

See also

[edit]
  • χάνω (cháno, to lose, to misplace)