Jump to content

απότιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απότιστος (apótistosm (feminine απότιστη, neuter απότιστο)

  1. unwatered, not watered

Declension

[edit]
Declension of απότιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απότιστος (apótistos) απότιστη (apótisti) απότιστο (apótisto) απότιστοι (apótistoi) απότιστες (apótistes) απότιστα (apótista)
genitive απότιστου (apótistou) απότιστης (apótistis) απότιστου (apótistou) απότιστων (apótiston) απότιστων (apótiston) απότιστων (apótiston)
accusative απότιστο (apótisto) απότιστη (apótisti) απότιστο (apótisto) απότιστους (apótistous) απότιστες (apótistes) απότιστα (apótista)
vocative απότιστε (apótiste) απότιστη (apótisti) απότιστο (apótisto) απότιστοι (apótistoi) απότιστες (apótistes) απότιστα (apótista)
[edit]
  • see: ποτό n (potó, beverage, drink)

Further reading

[edit]