απόμαχος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόμαχος • (apómachos) m (feminine απόμαχη, neuter απόμαχο)
- veteran, retirement
- Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ― Naftikó Apomachikó Tameío ― Merchant Seamen's Fund (literally, “naval pension fund”)
- (substantively) pensioner, retiree, veteran
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απόμαχος (apómachos) | απόμαχη (apómachi) | απόμαχο (apómacho) | απόμαχοι (apómachoi) | απόμαχες (apómaches) | απόμαχα (apómacha) | |
genitive | απόμαχου (apómachou) | απόμαχης (apómachis) | απόμαχου (apómachou) | απόμαχων (apómachon) | απόμαχων (apómachon) | απόμαχων (apómachon) | |
accusative | απόμαχο (apómacho) | απόμαχη (apómachi) | απόμαχο (apómacho) | απόμαχους (apómachous) | απόμαχες (apómaches) | απόμαχα (apómacha) | |
vocative | απόμαχε (apómache) | απόμαχη (apómachi) | απόμαχο (apómacho) | απόμαχοι (apómachoi) | απόμαχες (apómaches) | απόμαχα (apómacha) |
Related terms
[edit]- απομαχία f (apomachía, “retirement”)
- απομαχικός (apomachikós, “relating to retirement”, adjective)
Further reading
[edit]- Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απόμαχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language