Jump to content

απόμαχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόμαχος (apómachosm (feminine απόμαχη, neuter απόμαχο)

  1. veteran, retirement
    Ναυτικό Απομαχικό ΤαμείοNaftikó Apomachikó TameíoMerchant Seamen's Fund (literally, “naval pension fund”)
  2. (substantively) pensioner, retiree, veteran

Declension

[edit]
Declension of απόμαχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόμαχος (apómachos) απόμαχη (apómachi) απόμαχο (apómacho) απόμαχοι (apómachoi) απόμαχες (apómaches) απόμαχα (apómacha)
genitive απόμαχου (apómachou) απόμαχης (apómachis) απόμαχου (apómachou) απόμαχων (apómachon) απόμαχων (apómachon) απόμαχων (apómachon)
accusative απόμαχο (apómacho) απόμαχη (apómachi) απόμαχο (apómacho) απόμαχους (apómachous) απόμαχες (apómaches) απόμαχα (apómacha)
vocative απόμαχε (apómache) απόμαχη (apómachi) απόμαχο (apómacho) απόμαχοι (apómachoi) απόμαχες (apómaches) απόμαχα (apómacha)
[edit]

Further reading

[edit]