απομαχικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απομαχικός • (apomachikós) m (feminine απομαχική, neuter απομαχικό)
- relating to:
- pensioners
- elderly people
- retired people
- veterans
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απομαχικός (apomachikós) | απομαχική (apomachikí) | απομαχικό (apomachikó) | απομαχικοί (apomachikoí) | απομαχικές (apomachikés) | απομαχικά (apomachiká) | |
genitive | απομαχικού (apomachikoú) | απομαχικής (apomachikís) | απομαχικού (apomachikoú) | απομαχικών (apomachikón) | απομαχικών (apomachikón) | απομαχικών (apomachikón) | |
accusative | απομαχικό (apomachikó) | απομαχική (apomachikí) | απομαχικό (apomachikó) | απομαχικούς (apomachikoús) | απομαχικές (apomachikés) | απομαχικά (apomachiká) | |
vocative | απομαχικέ (apomachiké) | απομαχική (apomachikí) | απομαχικό (apomachikó) | απομαχικοί (apomachikoí) | απομαχικές (apomachikés) | απομαχικά (apomachiká) |
Related terms
[edit]- see: απόμαχος (apómachos, “retirement, pensioner, veteran”, adjective)
Further reading
[edit]- απομαχικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language