Jump to content

απομαχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απομαχικός (apomachikósm (feminine απομαχική, neuter απομαχικό)

  1. relating to:
    1. pensioners
    2. elderly people
    3. retired people
    4. veterans

Declension

[edit]
Declension of απομαχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απομαχικός (apomachikós) απομαχική (apomachikí) απομαχικό (apomachikó) απομαχικοί (apomachikoí) απομαχικές (apomachikés) απομαχικά (apomachiká)
genitive απομαχικού (apomachikoú) απομαχικής (apomachikís) απομαχικού (apomachikoú) απομαχικών (apomachikón) απομαχικών (apomachikón) απομαχικών (apomachikón)
accusative απομαχικό (apomachikó) απομαχική (apomachikí) απομαχικό (apomachikó) απομαχικούς (apomachikoús) απομαχικές (apomachikés) απομαχικά (apomachiká)
vocative απομαχικέ (apomachiké) απομαχική (apomachikí) απομαχικό (apomachikó) απομαχικοί (apomachikoí) απομαχικές (apomachikés) απομαχικά (apomachiká)
[edit]
  • see: απόμαχος (apómachos, retirement, pensioner, veteran, adjective)

Further reading

[edit]