απόμακρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απόμακρος • (apómakros) m (feminine απόμακρη, neuter απόμακρο)
Declension
[edit]Declension of απόμακρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόμακρος • | απόμακρη • | απόμακρο • | απόμακροι • | απόμακρες • | απόμακρα • |
genitive | απόμακρου • | απόμακρης • | απόμακρου • | απόμακρων • | απόμακρων • | απόμακρων • |
accusative | απόμακρο • | απόμακρη • | απόμακρο • | απόμακρους • | απόμακρες • | απόμακρα • |
vocative | απόμακρε • | απόμακρη • | απόμακρο • | απόμακροι • | απόμακρες • | απόμακρα • |
Related terms
[edit]- see: απομακρύνω (apomakrýno, “to remove”)
Further reading
[edit]- απόμακρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language