Jump to content

απόμακρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόμακρος (apómakrosm (feminine απόμακρη, neuter απόμακρο)

  1. remote, far-off, distant

Declension

[edit]
Declension of απόμακρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόμακρος (apómakros) απόμακρη (apómakri) απόμακρο (apómakro) απόμακροι (apómakroi) απόμακρες (apómakres) απόμακρα (apómakra)
genitive απόμακρου (apómakrou) απόμακρης (apómakris) απόμακρου (apómakrou) απόμακρων (apómakron) απόμακρων (apómakron) απόμακρων (apómakron)
accusative απόμακρο (apómakro) απόμακρη (apómakri) απόμακρο (apómakro) απόμακρους (apómakrous) απόμακρες (apómakres) απόμακρα (apómakra)
vocative απόμακρε (apómakre) απόμακρη (apómakri) απόμακρο (apómakro) απόμακροι (apómakroi) απόμακρες (apómakres) απόμακρα (apómakra)
[edit]

Further reading

[edit]