Jump to content

απόλυση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απόλυση (apólysif (plural απολύσεις)

  1. dismissal, release, discharge, layoff

Declension

[edit]
Declension of απόλυση
singular plural
nominative απόλυση (apólysi) απολύσεις (apolýseis)
genitive απόλυσης (apólysis) απολύσεων (apolýseon)
accusative απόλυση (apólysi) απολύσεις (apolýseis)
vocative απόλυση (apólysi) απολύσεις (apolýseis)

Older or formal genitive singular: απολύσεως (apolýseos)

[edit]
[edit]