Jump to content

απτόητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀπτόητος (aptóētos)

Adjective

[edit]

απτόητος (aptóitosm (feminine απτόητη, neuter απτόητο)

  1. undeterred, undaunted, undismayed, unabashed
  2. dauntless

Declension

[edit]
Declension of απτόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απτόητος (aptóitos) απτόητη (aptóiti) απτόητο (aptóito) απτόητοι (aptóitoi) απτόητες (aptóites) απτόητα (aptóita)
genitive απτόητου (aptóitou) απτόητης (aptóitis) απτόητου (aptóitou) απτόητων (aptóiton) απτόητων (aptóiton) απτόητων (aptóiton)
accusative απτόητο (aptóito) απτόητη (aptóiti) απτόητο (aptóito) απτόητους (aptóitous) απτόητες (aptóites) απτόητα (aptóita)
vocative απτόητε (aptóite) απτόητη (aptóiti) απτόητο (aptóito) απτόητοι (aptóitoi) απτόητες (aptóites) απτόητα (aptóita)
[edit]

Further reading

[edit]