Jump to content

απρόβλεπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απρόβλεπτος (apróvleptosm (feminine απρόβλεπτη, neuter απρόβλεπτο)

  1. unexpected, unforeseen
    Synonyms: απροσδόκητος (aprosdókitos), απρόοπτος (apróoptos), απρόσμενος (aprósmenos)
  2. (nominalised, neuter) (the) unforeseen

Declension

[edit]
Declension of απρόβλεπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρόβλεπτος (apróvleptos) απρόβλεπτη (apróvlepti) απρόβλεπτο (apróvlepto) απρόβλεπτοι (apróvleptoi) απρόβλεπτες (apróvleptes) απρόβλεπτα (apróvlepta)
genitive απρόβλεπτου (apróvleptou) απρόβλεπτης (apróvleptis) απρόβλεπτου (apróvleptou) απρόβλεπτων (apróvlepton) απρόβλεπτων (apróvlepton) απρόβλεπτων (apróvlepton)
accusative απρόβλεπτο (apróvlepto) απρόβλεπτη (apróvlepti) απρόβλεπτο (apróvlepto) απρόβλεπτους (apróvleptous) απρόβλεπτες (apróvleptes) απρόβλεπτα (apróvlepta)
vocative απρόβλεπτε (apróvlepte) απρόβλεπτη (apróvlepti) απρόβλεπτο (apróvlepto) απρόβλεπτοι (apróvleptoi) απρόβλεπτες (apróvleptes) απρόβλεπτα (apróvlepta)
[edit]

Further reading

[edit]