Jump to content

απροβλεψία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απροβλεψία (aprovlepsíaf (plural απροβλεψίες)

  1. lack of foresight, improvidence

Declension

[edit]
Declension of απροβλεψία
singular plural
nominative απροβλεψία (aprovlepsía) απροβλεψίες (aprovlepsíes)
genitive απροβλεψίας (aprovlepsías) -
accusative απροβλεψία (aprovlepsía) απροβλεψίες (aprovlepsíes)
vocative απροβλεψία (aprovlepsía) απροβλεψίες (aprovlepsíes)
[edit]