Jump to content

απροχώρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροχώρητος (aprochóritosm (feminine απροχώρητη, neuter απροχώρητο)

  1. cannot proceed, will not proceed
  2. (nominalised) απροχώρητο n (aprochórito)

Declension

[edit]
Declension of απροχώρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροχώρητος (aprochóritos) απροχώρητη (aprochóriti) απροχώρητο (aprochórito) απροχώρητοι (aprochóritoi) απροχώρητες (aprochórites) απροχώρητα (aprochórita)
genitive απροχώρητου (aprochóritou) απροχώρητης (aprochóritis) απροχώρητου (aprochóritou) απροχώρητων (aprochóriton) απροχώρητων (aprochóriton) απροχώρητων (aprochóriton)
accusative απροχώρητο (aprochórito) απροχώρητη (aprochóriti) απροχώρητο (aprochórito) απροχώρητους (aprochóritous) απροχώρητες (aprochórites) απροχώρητα (aprochórita)
vocative απροχώρητε (aprochórite) απροχώρητη (aprochóriti) απροχώρητο (aprochórito) απροχώρητοι (aprochóritoi) απροχώρητες (aprochórites) απροχώρητα (aprochórita)