Jump to content

απροκάλυπτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απροκάλυπτος (aprokályptosm (feminine απροκάλυπτη, neuter απροκάλυπτο)

  1. frank, outspoken, open

Declension

[edit]
Declension of απροκάλυπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροκάλυπτος (aprokályptos) απροκάλυπτη (aprokálypti) απροκάλυπτο (aprokálypto) απροκάλυπτοι (aprokályptoi) απροκάλυπτες (aprokályptes) απροκάλυπτα (aprokálypta)
genitive απροκάλυπτου (aprokályptou) απροκάλυπτης (aprokályptis) απροκάλυπτου (aprokályptou) απροκάλυπτων (aprokálypton) απροκάλυπτων (aprokálypton) απροκάλυπτων (aprokálypton)
accusative απροκάλυπτο (aprokálypto) απροκάλυπτη (aprokálypti) απροκάλυπτο (aprokálypto) απροκάλυπτους (aprokályptous) απροκάλυπτες (aprokályptes) απροκάλυπτα (aprokálypta)
vocative απροκάλυπτε (aprokálypte) απροκάλυπτη (aprokálypti) απροκάλυπτο (aprokálypto) απροκάλυπτοι (aprokályptoi) απροκάλυπτες (aprokályptes) απροκάλυπτα (aprokálypta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απροκάλυπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απροκάλυπτος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]