Jump to content

απριόνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απριόνιστος (apriónistosm (feminine απριόνιστη, neuter απριόνιστο)

  1. (carpentry) unsawn
    απριόνιστο ξύλοapriónisto xýlounsawn wood

Declension

[edit]
Declension of απριόνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απριόνιστος (apriónistos) απριόνιστη (apriónisti) απριόνιστο (apriónisto) απριόνιστοι (apriónistoi) απριόνιστες (apriónistes) απριόνιστα (apriónista)
genitive απριόνιστου (apriónistou) απριόνιστης (apriónistis) απριόνιστου (apriónistou) απριόνιστων (aprióniston) απριόνιστων (aprióniston) απριόνιστων (aprióniston)
accusative απριόνιστο (apriónisto) απριόνιστη (apriónisti) απριόνιστο (apriónisto) απριόνιστους (apriónistous) απριόνιστες (apriónistes) απριόνιστα (apriónista)
vocative απριόνιστε (aprióniste) απριόνιστη (apriónisti) απριόνιστο (apriónisto) απριόνιστοι (apriónistoi) απριόνιστες (apriónistes) απριόνιστα (apriónista)
[edit]

Further reading

[edit]