Jump to content

αποχειροτονία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποχειροτονία (apocheirotoníaf (plural αποχειροτονίες)

  1. removal/dismissal from office
  2. (Christianity) defrocking
    Synonym: αποσχηματισμός (aposchimatismós)

Declension

[edit]
Declension of αποχειροτονία
singular plural
nominative αποχειροτονία (apocheirotonía) αποχειροτονίες (apocheirotoníes)
genitive αποχειροτονίας (apocheirotonías) αποχειροτονιών (apocheirotonión)
accusative αποχειροτονία (apocheirotonía) αποχειροτονίες (apocheirotoníes)
vocative αποχειροτονία (apocheirotonía) αποχειροτονίες (apocheirotoníes)
[edit]