αποχειροτονία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποχειροτονία • (apocheirotonía) f (plural αποχειροτονίες)
- removal/dismissal from office
- (Christianity) defrocking
- Synonym: αποσχηματισμός (aposchimatismós)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχειροτονία (apocheirotonía) | αποχειροτονίες (apocheirotoníes) |
genitive | αποχειροτονίας (apocheirotonías) | αποχειροτονιών (apocheirotonión) |
accusative | αποχειροτονία (apocheirotonía) | αποχειροτονίες (apocheirotoníes) |
vocative | αποχειροτονία (apocheirotonía) | αποχειροτονίες (apocheirotoníes) |
Related terms
[edit]- αποχειροτονώ (apocheirotonó, “to remove from office, to defrock”)