Jump to content

αποσχηματισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσχηματισμός (aposchimatismósm (plural αποσχηματισμοί)

  1. (Christianity) defrocking, unfrocking
    Synonym: αποχειροτονία (apocheirotonía)

Declension

[edit]
Declension of αποσχηματισμός
singular plural
nominative αποσχηματισμός (aposchimatismós) αποσχηματισμοί (aposchimatismoí)
genitive αποσχηματισμού (aposchimatismoú) αποσχηματισμών (aposchimatismón)
accusative αποσχηματισμό (aposchimatismó) αποσχηματισμούς (aposchimatismoús)
vocative αποσχηματισμέ (aposchimatismé) αποσχηματισμοί (aposchimatismoí)
[edit]

Further reading

[edit]